Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρυπ τ'

См. также в других словарях:

  • τρυπ(ι)οχέρης, -α, -ικο — που κάνει υπερβολικά έξοδα, σπάταλος: Δεν του μένουν χρήματα, είναι τρυπιοχέρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθάνιον — ἠθάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιον ἠθάνιον») υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ (τού ηθ μός) + άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ άν ιον, βοτ άν ιον] …   Dictionary of Greek

  • λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • φρύγανο — το / φρύγανον, ΝΜΑ συν. στον πληθ. τα φρύγανα α) ξερά κλαδιά ή ξεροί μικροί θάμνοι, κατάλληλα για το άναμμα φωτιάς (α. «μάζεψε μια αγκαλιά φρύγανα» β. «φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῡρ», Ξεν.) β) (βιογεωγρ.) περιληπτική ονομασία πολύ ξηρόμορφων… …   Dictionary of Greek

  • φώγανον — τὸ, Α σκεύος για ψήσιμο κριθαριού, φρύγετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώγω + επίθημα ανον (πρβλ. τρύπ ανον, φρύγ ανον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»